- προβοηθεω
- προβοηθέωπρο-βοηθέωион. προβωθέω заблаговременно приходить или спешить на помощь
(καιρός ἐστι προβωθῆσαι ἐς τέν Βοιωτίην Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(καιρός ἐστι προβωθῆσαι ἐς τέν Βοιωτίην Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προβοηθῆσαι — προβοηθέω hasten to aid before aor inf act προβοηθέω hasten to aid before aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβοηθηκόσιν — προβοηθέω hasten to aid before perf part act masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)